- κομψός
- -ή, -ό (ΑM κομψός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος2. χαριτωμένος, ευχάριστος3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά»)αρχ.1. ευφυής, πνευματώδης2. επιδέξιος σε μια τέχνη3. πανούργος, πολυμήχανος4. λεπτολόγος, υπερακριβής («κομψὸς γ' ὁ κῆρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.)5. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομψόνκομψότητα, λεπτότητα, ακρίβεια.επίρρ...κομψώς και -ά (ΑM κομψῶς)με κομψότητα, με χάρη, με λεπτότητααρχ.1. (για τη γλώσσα) με γλαφυρό τρόπο2. (ο συγκριτ.) κομψοτέρως και κομψότερονκαλύτερα3. (ο υπερθ.) κομψόταταα) τρυφερότατα, απαλόταταβ) ευφυέστατα4. φρ. «κομψότερον έχω» — είμαι καλύτερα στην υγεία μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό επίθημα -σος, ενώ το θ. της (κομ-) μπορεί να συνδέεται με τα ρ. κομῶ, -έω «περιποιούμαι, φροντίζω» και κομμοῦμαι, -όομαι «εκφράζομαι με καλλιέπεια, χρησιμοποιώ ρητορικά σχήματα». Άρα κομψός < *κομ-σός, με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -μσ- σε -μψ- πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Η σύνδεση με λιθουαν. švankus «κόσμιος, ευπρεπής, ευγενικός» δεν φαίνεται πολύ πιθανή.ΠΑΡ. κομψεύω, κομψότητα (-της).ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κομψοεπής, κομψολόγος, κομψοπρεπήςαρχ.κομψευριπικώς, κομψοφανήςμσν.κομψολεσχώνεοελλ.κομψογράφος, κομψοντύνομαι, κομψοτέχνημα, κομψοτέχνης. (Β' συνθετικό) άκομψος, περίκομψοςαρχ.μικρόκομψος, πολύκομψος, υπόκομψοςνεοελλ.ολόκομψος, υπέρκομψος, φιλόκομψος].
Dictionary of Greek. 2013.